Μαίρα

Μαίρα
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Άτλαντα και σύζυγος του Τεγεάτη, ενώ από τον γάμο της απέκτησε δύο γιους, τον Λειμώνα και τον Σκέφρο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο τάφος της βρισκόταν στην Τεγέα, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν θαμμένη στην Μαντίνεια, σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Μ. 2. Κόρη της Άντειας και του Προίτου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ακόλουθος της Άρτεμης, η οποία την σκότωσε με το τόξο της επειδή καταπάτησε τον όρκο της αγνότητας και γέννησε τον Λοκρό από τη σχέση της με τον Δία. Σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Άδη ήταν σύντροφος της Κλυμένης και της Εριφύλης και σε αυτήν αναφερόταν το έπος Νόστοι, το οποίο δεν διασώθηκε. Ο Πολύγνωτος εμπνεύστηκε από τις περιπέτειες της Μ. μια τοιχογραφία της Λέσχης των Κνιδίων, στους Δελφούς.
* * *
Μαῑρα, ἡ (Α)
1. ο αστέρας Σείριος
2. προσωνυμία τής Εκάβης, που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω* «λάμπω, ακτινοβολώ» χωρίς διπλασιασμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μαιρά — Μαιρά̱ , Μαιρή fem nom/voc/acc dual Μαιρά̱ , Μαιρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖρα — the Sparkler fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαίρα — Μαί̱ρᾱ , Μαῖρα the Sparkler fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαιράν — Μαιρά̱ν , Μαιρή fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖραν — Μαῖρα the Sparkler fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μαίρας — Μαί̱ρᾱς , Μαῖρα the Sparkler fem acc pl Μαί̱ρᾱς , Μαῖρα the Sparkler fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • mer-2 ; *extended mer-ek- —     mer 2 ; *extended mer ek     English meaning: to shimmer, shine     Deutsche Übersetzung: “flimmern, funkeln”     Material: O.Ind. márīci , marīcī “Lichtstrahl, Luftspiegelung” (marī : Gk. μαῖρα, μαρί̄λη); Gk. μαρμαίρω, μαρμαρίζω ‘schimmere” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • мар — I I. солнечный зной; сухая мгла; сон , марит (солнце) печет, особенно при туманном, душном воздухе , марь ж. туман; возрастающий зной , марный знойный, теплый, мутный , сюда же мора темнота, туман , момра – то же (Бернекер), болг. мараня душный… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • химе́ра — ы, ж. 1. В древнегреческой мифологии: огнедышащее чудовище с головой и шеей льва, туловищем козы и хвостом дракона. || В средневековом искусстве: скульптурное изображение фантастического чудовища, олицетворяющего пороки, темные силы (в убранстве… …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”